σπαρμαννία

σπαρμαννία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τιλιίδες τής τάξης μαλβώδη, το οποίο περιλαμβάνει 4 περίπου είδη αειθαλλών θάμνων τής Αφρικής και τής Μαδαγασκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sparmannia, από το όν. τού Σουηδού φυσιοδίφη Αndreas Sparmann].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”